- ἐναπέρεισις
- ἐναπ-έρεισις, εως, ἡ,A fixing of attention, Plot.4.4.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναπέρεισις — ἐναπέρεισις, η (Α) προσήλωση τής προσοχής … Dictionary of Greek
ἐναπέρεισις — fixing of attention fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναπερείσῃ — ἐναπερείσηι , ἐναπέρεισις fixing of attention fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)